- ἐμπαιδεύω
- ἐμπαιδεύω,A lecture amongst,
τισί Philostr.VS1.21.3
:—[voice] Pass., to be brought up in,ἐλευθέροισι τρόποις E.Fr.413
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τισί Philostr.VS1.21.3
:—[voice] Pass., to be brought up in,ἐλευθέροισι τρόποις E.Fr.413
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπαιδεύω — ἐμπαιδεύω (Α) 1. «ἐμπαιδεύω τισίν» διδάσκω ανάμεσα σε κάποιους 2. «ἐμπαιδεύομαι ἐλευθέροις τρόποις» παιδεύομαι, ανατρέφομαι σε περιβάλλον που ταιριάζει σε ελεύθερους … Dictionary of Greek
προσεμπαιδεύω — Α εκπαιδεύω επί πλέον ανάμεσα σε άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπαιδεύω «διδάσκω ανάμεσα σε άλλους»] … Dictionary of Greek
ἐμπαιδεύσοι — ἐμπαιδεύσοῑ , ἐμπαιδεύω lecture amongst fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)